Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
img
     
Χωρίς Έτος
Χωρίς Τοποθεσία

Ομιλία για τη Φιλανθρωπία

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας,

Είναι μεγάλη μου τιμή και χαρά να βρίσκομαι απόψε κοντά σας. Το έργο σας, το οποίο παρακολουθώ, αξίζει συγχαρητήρια. Σπάνια συναντάμε στην εποχή μας ανθρώπους αφοσιωμένους στο ιδανικό της προσφοράς προς τον πλησίον.

Η εφαρμογή υψηλών ηθικών αρχών στην άσκηση κάθε επαγγέλματος, η προαγωγή καλής θελήσεως και η δημιουργία και διατήρηση στον κόσμο εγκάρδιων σχέσεων μεταξύ εκπροσώπων διαφόρων επαγγελμάτων, είναι κάτι που εσείς κάνετε πράξη.

Απόψε, θα ήθελα να σας μιλήσω για τη φιλαλληλία, αυτό που εγώ πιο απλά ονομάζω κοινωνική αλληλεγγύη, καταγράφοντας την παρούσα κατάσταση της φιλανθρωπίας στη χώρα μας και καταλήγοντας σ' ένα μοντέλο, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του 21ου αιώνα και στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, της οποίας εκούσια ή ακούσια αποτελούμε μέρος.

Η φιλανθρωπία είναι στην ουσία της μια έμφυτη τάση των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και του ατόμου που συμμετέχει σε μια κοινότητα -δίκην ανταπόδοσης της ασφάλειας που του εξασφαλίζει η κοινή ζωή.

Επιτελείται δια μέσου της προσφοράς -είτε διατεταγμένης, από τους θεσμοθετημένους φορείς εξουσίας μέσα από την προνομιακή πολιτική, είτε ατομικής και συλλογικής, μέσα από τους κοινωνικούς φορείς.

Το περιεχόμενο της προσφοράς και οι αποδέκτες της χαρακτηρίζονται από μια πολυμορφία.

Ποιος είναι αυτός που προσφέρει, ποιο είναι το είδος της προσφοράς, σε ποιους απευθύνεται και για ποιους λόγους, είναι ερωτήματα που απαντώνται με διαφορετικό τρόπο ανά εποχή και χρονική συγκυρία, αλλά και ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο είναι οργανωμένη μια κοινωνία σε πολιτειακό επίπεδο.

Για παράδειγμα, στο κράτος των αρχαίων Αθηνών, οι πλούσιοι υποχρεώνονταν σε πολλών ειδών χορηγίες, τόσο για δημόσια έργα και συντήρηση πολεμικών πλοίων, όσο ακόμα και για την κάλυψη του εισιτηρίου των φτωχών σε θεατρικές παραστάσεις.

Την εποχή, που το ελληνικό κράτος απαλλάσσονταν από τον τουρκικό ζυγό, εμφανίστηκαν οι μεγάλοι ευεργέτες - πλούσιοι Έλληνες αστοί από χώρες της Ευρώπης, διαπνεόμενοι από τις ιδέες του μετά αναγεννησιακού ουμανισμού, αλλά και από την ιδέα του εθνικού κράτους - που προσέφεραν πολλά στον τομέα των υποδομών.

Σήμερα, το οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι διαφορετικό.

Η απελευθέρωση της αγοράς και η συρρίκνωση του κράτους, προϊόν της παγκοσμιοποίησης, δημιουργούν άλλα δεδομένα και μεταλλάσσουν την έννοια της φιλανθρωπίας, που ωστόσο διατηρεί το χαρακτηριστικό της έμφυτης τάσης φορέων, κοινωνικών ομάδων και ατόμων.

Το κράτος, ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει και οι οποίες είναι ολοένα και μικρότερες, ασκεί προνομιακή πολιτική προς τις ασθενέστερες τάξεις, με απώτερο στόχο να συντηρήσει συμπαγές τον κοινωνικό ιστό και να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, προλαμβάνοντας δυναμικά φαινόμενα και φυγόκεντρες τάσεις.

Η Εκκλησία, μέσα από τη φιλανθρωπία, προσπαθεί να εμπεδώσει στην πράξη το κήρυγμά της για Αγάπη και παράλληλα να κάνει πιο ελκυστικές τις προτάσεις του δόγματός της.

Οι εταιρίες χρησιμοποιούν την έννοια της φιλανθρωπίας, προκειμένου να προβάλλουν ένα κοινωνικό πρόσωπο -εάν και εφόσον το επιτάσσει το μάρκετινγκ που ακολουθούν και αφορά στα προϊόντα που παράγουν ή εμπορεύονται-, να κερδίσουν δημοσιότητα και έμμεση προβολή του εμπορικού τους λογότυπου, αλλά και να εξασφαλίσουν φορολογικές απαλλαγές.

Οι κοινωνικοί φορείς εξουσίας, δηλαδή οι σύλλογοι και τα φιλανθρωπικά σωματεία, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και οι οργανώσεις εθελοντών, παρουσιάζουν μια ποικιλία ανάλογα με το είδος της προσφοράς και τους αποδέκτες της, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίζουν την οικονομική στήριξη που χρειάζονται.

Για παράδειγμα, υπάρχουν μη κυβερνητικές οργανώσεις που αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν προγράμματα από την Κοινότητα. Υπάρχουν, επίσης, διεθνείς οργανώσεις που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας προγράμματα βοήθειας σε εμπόλεμες ή τριτοκοσμικές περιοχές του πλανήτη, με την κάλυψη και την ενίσχυση του ΟΗΕ.

Η συμμετοχή του ατόμου σε φιλανθρωπικές δράσεις περνά, συνήθως, με τη στήριξη πρωτοβουλιών, που αναλαμβάνουν οι κοινωνικοί φορείς εξουσίας και σχετίζεται είτε με την οικονομική προσφορά, είτε με την παροχή υπηρεσιών.

Το νέο στοιχείο, που χαρακτηρίζει άλλωστε και την εποχή μας γενικότερα, είναι η δημοσιότητα που εξακολουθεί να αποτελεί το δέλεαρ ή και την επιβράβευση μιας προσπάθειας και μιας προσφοράς.

Η δημοσιότητα, εξάλλου, μέσα στην κοινωνία του θεάματος, που ζούμε, -όπου οι αξίες χρήσεις συχνά υποκαθίστανται από αξίες αναπαράστασης- είναι στην ουσία μια άυλη αξία, που λειτουργεί όπως και οι κεφαλαιουχικές αξίες, δηλαδή αυξάνεται ή μειώνεται, ανταλλάσσεται, μεταβιβάζεται -από το άτομο στο φορέα ή το αντίθετο - αποτιμάται και κοστολογείται. Επιπλέον, η δημοσιότητα έχει τη δυνατότητα να παράγει αποτελέσματα, δηλαδή να κινητοποιεί -δια μέσου των ΜΜΕ- το κοινό και να το καθοδηγεί σε πράξεις, που επιθυμεί ο φορέας ή το άτομο που ηγείται μιας προσπάθειας.

Η Ελλάδα δε διαθέτει αριστοκρατία, αλλά μια αρκετά διευρυμένη, ευημερούσα και εύπορη αστική τάξη.

Πρωταγωνίστριες είναι συχνά γυναίκες -σύζυγοι ισχυρών επιχειρηματιών ή πολιτικών.

Γιατί, όμως, οι γυναίκες;

Για τον ίδιο λόγο, που η φύση επιλέγει τις γυναίκες για να γίνουν μητέρες, -λένε όσες ασχολούνται με τη φιλανθρωπία και συμπληρώνουν: «Λόγω των κοινωνικών δομών, οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες σε τέτοια θέματα, άρα πιο πρακτικές και περισσότερο αποτελεσματικές».

Τι είναι, όμως, αυτό που διαχωρίζει τη νωχελική γενναιοδωρία, όσων έχουν μια εξασφαλισμένη θέση στα προνόμια της ζωής, από τη δυναμική στάση και την πολιτική πράξη;

Αυτό, λοιπόν, που αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή είναι η αδιάκοπη προσπάθεια, για μακροπρόθεσμα έργα υποδομής και για μόνιμες παροχές υπηρεσιών, οι επαγγελματικοί όροι εργασίας στη διαδικασία των φιλανθρωπικών προσφορών, η επικοινωνιακή πολιτική και η οικονομική διαφάνεια του φορέα, ο οποίος δρα είτε υποκαθιστώντας το κράτος ή σε συνεργασία με αυτό.

Κάποιες φορές η δημοσιότητα δεν είναι συνειδητός αυτοσκοπός - σίγουρα, όμως, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. Η επώνυμη φιλανθρωπία είναι απολύτως νομιμοποιημένη, γιατί συμβάλλει στην ενημέρωση του κόσμου, την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης - ακόμη και του κράτους. Εξάλλου, το κοινό είναι εκπαιδευμένο να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να δραστηριοποιείται η ν’ αδρανεί, παρακολουθώντας την εικόνα ενός προσώπου, παρά διαβάζοντας μια ανακοίνωση.

Πέραν, όμως, από τη συγκεκριμένη προσέγγιση του θέματος, προσέγγιση που αναζητά κίνητρα και εκσυγχρονισμό των μεθόδων τις οποίες θα πρέπει στη σημερινή εποχή να μετέρχεται η φιλανθρωπία, υπάρχει η ίδια η φύση της.

Η φιλανθρωπία εξακολουθεί -έστω και με τους νέους όρους- ν' αποτελεί μια έμφυτη τάση των ανθρώπινων κοινωνιών. Η συμμετοχή είναι φυσική ανάγκη των μελών μιας κοινότητας, γιατί μόνον έτσι επιβεβαιώνουν την παρουσία τους σ' αυτήν και παράλληλα αναπροσδιορίζονται. Η έννοια της συμμετοχής μπορεί να περιγράφει με πολλούς τρόπους, είτε με την αγορά ενός εισιτηρίου, είτε με σταθερές εισφορές σε συγκεκριμένους σκοπούς, είτε με την εθελοντική εργασία κλπ.

Είναι σαφές ότι η κοινωνία μετέχει και συνεισφέρει ή εάν θέλετε, είναι διατεθειμένη να το κάνει και μάλιστα με μαζικό τρόπο, όταν πεισθεί πως ένας σύλλογος παράγει ουσιαστικό έργο ή μια προσπάθεια αξίζει τον κόπο.

Το στοιχείο που καθορίζει τη μαζικότητα μιας προσφοράς, δεν είναι μόνον ο σκοπός ή η ταυτότητα των αποδεκτών, αλλά το στοιχείο της διαφάνειας στη διαχείριση της βοήθειας.

Το κοινό θέλει να είναι βέβαιο ότι η προσφορά του θα φθάσει σ' αυτούς για τους οποίους προορίζεται, καθώς μόνον έτσι θα δικαιώσει μέσα του το συναίσθημα της αλληλεγγύης.

Και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να περιγράψω το μοντέλο μιας σύγχρονης κοινωνικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στην προσφορά βοήθειας, στη φιλανθρωπία.

Το πρώτο δεδομένο είναι ότι μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν άνθρωποι και φορείς, που είναι διατεθειμένοι ν’ αναλάβουν μια πρωτοβουλία για την εκπλήρωση ενός φιλανθρωπικού σκοπού, αλλά υπάρχει και το κοινό που είναι διατεθειμένο να συνδράμει.

Κατ’ αρχήν ο στόχος μιας φιλανθρωπικής πρωτοβουλίας θα πρέπει να είναι αποδεκτός από την κοινωνία, να συγκινεί, να είναι επίκαιρος και η υλοποίησή του να δίνει απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα.

Ο φορέας θα πρέπει να χαίρει αξιοπιστίας, που την έχει κερδίσει από παλαιότερες πρωτοβουλίες, αλλά και μηχανισμό που θα εγγυάται την επιτυχία του στόχου.

Η διαφάνεια στη διαχείριση της βοήθειας να είναι εξασφαλισμένη και να υπάρχει φροντίδα έτσι ώστε ποτέ να μην τεθεί υπό αμφισβήτηση. Επίσης, η διαφάνεια θα πρέπει ν’ αγκαλιάζει και τους πόρους του φορέα.

Θα πρέπει να διαθέτει ηγέτες με πρόσβαση στα ΜΜΕ και αναγνωσιμότητα από το κοινό. Θα πρέπει ν’ ασκεί μια οργανωμένη επικοινωνιακή πολιτική, να έχει δεσμούς με τα ΜΜΕ και τους λειτουργούς τους και να μετέρχεται σύγχρονες πρακτικές προβολής και μάρκετινγκ.

Στην εσωτερική του οργάνωση θα πρέπει να ισχύουν επαγγελματικοί όροι εργασίας, που θα του εξασφαλίζουν τη συνέχεια στο έργο του.

Πιστεύω ότι το σημερινό οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον απαιτεί νέους όρους οργάνωσης της φιλανθρωπίας, προκειμένου ο φορέας να έχει εξασφαλισμένη πορεία, να μπορεί να ανταποκρίνεται στις κάθε φορά νέες ανάγκες και οι προσπάθειές του - το έργο του - να χαρακτηρίζονται από αποτελεσματικότητα.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούν να λειτουργήσουν αρκετοί ιδιωτικοί φορείς και σύλλογοι και δεν είναι τυχαίο ότι είναι οι πιο επιτυχημένοι.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να καταθέσω αυτό που εγώ πιστεύω ότι είναι το μέλλον της κοινωνίας των πολιτών, ένα μοντέλο που στην Ελλάδα πρώτο εφαρμόστηκε στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και στη συνέχεια ατόνησε, ενώ σε άλλες χώρες αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας.

Μιλώ για τον εθελοντισμό. Την αγνή και ανυστερόβουλη επιθυμία του ατόμου να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο χωρίς ανταλλάγματα και με μοναδική ανταμοιβή την ηθική ικανοποίηση.

Την προθυμία όλων, ακόμη και των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων, να συμμετέχουν σε προγράμματα που θα υποστηρίξουν την ομαλή λειτουργία της τοπικής κοινότητας, του ευρύτερου δήμου, του κράτους τελικά.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε μάθει να ζητάμε και όχι να προσφέρουμε. Ούτε περνάει από το μυαλό μας το ενδεχόμενο σύστασης εθελοντικών πυροσβεστικών ομάδων, που εφαρμόζεται στην Ελβετία για παράδειγμα. Ζητάμε, όμως, το διορισμό περισσοτέρων δασοπυροσβεστών για τη φύλαξη των δασών μας, ειδικά το καλοκαίρι.

Δε θ' αφιερώναμε ποτέ το πρωινό της Κυριακής ή κάποιο από τ’ απογεύματα, για να διδάξουμε την ελληνική γλώσσα σε οικονομικούς μετανάστες ή γραφή και ανάγνωση σε αναλφάβητους, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου ακόμη και πολύ υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων ή άτομα μεγάλης οικονομικής επιφάνειας συμμετέχουν σε ανάλογες πρωτοβουλίες.

Μπορεί η φιλανθρωπία στη χώρα μας ν’ ανθεί, να μετράμε περίπου τις 2.500 μη κυβερνητικές οργανώσεις με ανθρωπιστικούς στόχους.

Η φιλαλληλία, όμως, βρίσκεται στα σπάργανα.

Και σε μια κοινωνία, όπου το κράτος θα ήθελε, αλλά αδυνατεί να στηρίξει ένα αποτελεσματικό δίκτυο πρόνοιας και προστασίας, ο εθελοντισμός διαφαίνεται να είναι το μοναδικό «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά.

Πιστεύω, ότι είναι καθήκον μας να εκπαιδεύσουμε τους αυριανούς πολίτες -τα παιδιά μας- προς αυτήν την κατεύθυνση και να τους μάθουμε τα «καλά» μιας κοινωνίας που προσφέρει και αλληλοϋποστηρίζεται.

Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ζητήσουμε από τους συνανθρώπους μας να συνεισφέρουν, όπου μπορούν και όσο δύνανται.

Ήρθε η ώρα να προσφέρουν όλοι.

Και το ζητούμενο δεν είναι μόνο χρήματα ή οικονομική στήριξη.

Ζητάμε ό,τι πολυτιμότερο έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, ζητάμε τον ελεύθερο χρόνο του!

Και κάτι σπάνιο στις ημέρες μας: Την άνευ όρων αγάπη και ενδιαφέρον για τον διπλανό μας.

Ζητάμε αλλαγή πλεύσης:

-Φιλαλληλία, όχι μόνον προς τις κατώτερες κοινωνικά ομάδες ή τα άτομα που χρήζουν βοήθειας.

-Φιλαλληλία προς όλους, κινητοποίηση σε κάθε επίπεδο τοπικό ή εθνικό για να στηρίξουμε τη νέα Ελλάδα.

Μια χώρα στα... πρόθυρα νευρικής κρίσης, με μια κυβέρνηση που έχει την πρόθεση και τη διάθεση, αλλά χρειάζεται τη δική μας βοήθεια, για να την οδηγήσει μπροστά.

Σας ευχαριστώ.