Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
05-06-2000
     
06/05/2000
CLOSE UP

Οι μαριονέτες του Μουσείου Ομπρατσόφ από τη Μόσχα στη Θεσσαλονίκη

Η Μαριάννα Βιλδιρίδη, ιδιοκτήτρια του οργανισμού «Σύγχρονης Μοντεσσοριανής Εκπαίδευσης» είναι, επίσης, γνωστή για την τεράστια προσωπική της συλλογή σε κούκλες. 

Με δηλωμένη την αγάπη της σε αυτές αλλά και στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ειδικότερα όταν συμβάλλουν  στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην αισθητική αγωγή των παιδιών, δραστηριοποιείται συχνά στην οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων που δίνουν ερεθίσματα και ευκαιρίες στα παιδιά προσχολικής ηλικία. Έχει επισκεφτεί η ίδια πολλές φορές το Θέατρο Ομπρατσόφ της Μόσχας, τελευταία πριν από έξι μήνες, προκειμένου να κανονίσει τα διαδικαστικά ζητήματα της μετάκλησής του στη Θεσσαλονίκη. Πρόθεσή της ήταν, εκτός από την έκθεση Κούκλας, να μπορούσαν να ανέβουν και παραστάσεις, αλλά αυτήν τη φορά τουλάχιστον δεν στάθηκε δυνατό. Αρωγός στην προσπάθειά της στάθηκε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, διευκολύνοντας την πραγματοποίηση της έκθεσης. 

Ο Μπόρις Γκολντόφσκι είναι ιστορικός, θεωρητικός του θεάτρου Κούκλας, κριτικός θεάτρου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της παγκόσμιας οργάνωσης των Θεάτρων Κούκλας. 

Συγγραφέας δέκα και πλέον βιβλίων για τη θεωρία του Θεάτρου Κούκλας, καθώς και της παγκόσμιας εγκυκλοπαίδειας Θεάτρου Κούκλας, ασχολείται με το θέμα τριάντα χρόνια τώρα, ενώ τα τελευταία δέκα, διευθύνει το Μουσείο Κούκλας του Ομπρατσόφ και πιστώνεται με την επιτυχία των εκθέσεων σε πολλές χώρες του κόσμου. Αρχικά σπούδασε ηθοποιία σε δραματική σχολή, άσκησε το επάγγελμα του μαριονετίστα για τρία χρόνια, αλλά όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, «δεν είχε καλό χέρι» και εγκατέλειψε  τις παραστάσεις, για να ασχοληθεί με το θεωρητικό μέρος της υπόθεσης. Ο Μπόρις Γκολντόφσκι ήταν ο υπεύθυνος της έκθεσης στη Θεσσαλονίκη, μετά από προσωπική πρόσκληση της Μαριάννας Βιλδιρίδη και τη φιλοξενία του Δήμου της πόλης. 

Θεώρησα πως ο καλύτερος συνοδός γι’ αυτήν την έκθεση θα ήταν η ανιψιά μου. Ετών μόλις δυόμιση, αφού ονόμασε όλα τα ζωάκια που είδε και πράγματι την εντυπωσίασαν, προτιμούσε να παίζει κρυφτό στην αυλή του Γενί τζαμί, πίσω από τους αρχαίους τάφους, παρά να μοιραστεί τον δικό μου ενθουσιασμό. «Τα παιδιά είναι πιο αθώα και προσωπικά βρίσκω πως είναι καλύτερο κοινό» διαπιστώνει ο Μπορίς –διευθυντής του Μουσείου Ομπρατσόφ και υπεύθυνος για τη μεταφορά της έκθεσης στην πόλη μας, αλλά σπεύδει να διασκεδάσει την ανησυχία μου «Μήπως και οι ενήλικες που πηγαίνουν στο κουκλοθέατρο, παιδιά δεν είναι;» 

Με τη συνεργάτιδά του, τη Νατάσα, δούλευαν μέρες, για να στήσουν την έκθεση. Και η δουλειά περιλάμβανε κάμποσα διαλείμματα, όπου με τις μαριονέτες στα χέρια στήναν αυτοσχέδιες μικρές παραστάσεις. «Αν κοιτάξεις μια κούκλα, θα δεις αληθινούς ανθρώπους, που ζουν ή έζησαν σε πραγματικό χώρο και χρόνο. Είναι ένα όργανο ανταλλαγής ενέργειας» με βάζει στο νόημα.  

Γιατί είναι απαραίτητη, όμως, η κούκλα για την παράσταση; 

«Κάποιοι προτιμούν να επικοινωνούν μέσω της μαριονέτας» απαντά ο Μπόρις. «Ίσως δεν μπορείς να γίνεις καλός ηθοποιός, αλλά αν έχεις μια καλή μαριονέτα, θα σε βοηθήσει. Δεν θα την βοηθήσεις εσύ να παίξει. Το αντίθετο θα γίνει». Η μαριονέτα γίνεται προέκταση του εαυτού για τον  ηθοποιό. Γίνεται εργαλείο, ίσως και …άλλοθι. «Πίσω από την κούκλα, λέμε μεγαλύτερες αλήθειες» παρατηρεί η Μαριάννα Βιλδιρίδη, στην οποία οφείλεται εν πολλοίς η διοργάνωση της έκθεσης στην Θεσσαλονίκη. «Τολμάμε να αντιμετωπίσουμε πράγματα, που διαφορετικά δεν θα είχαμε το θάρρος». Το κουκλοθέατρο στη Ρωσία ξεκίνησε με τον Ομπρατσόφ και μάλιστα με τις λεγόμενες δακτυλόκουκλες, μαριονέτες που έπαιζε μόνο με τα δάχτυλα και τις έβαζε να τραγουδούν. Ήταν σε θέση να στήνει ακόμη και ένα δίωρο κοντσέρτο μόνος του. Επρόκειτο για αυθεντία. Παρότι ο ίδιος δεν είχε σπουδάσει πουθενά την τεχνική της μαριονέτας, ήταν ο σπουδαιότερος καλλιτέχνης του αιώνα που πέρας. Η αγαπημένη του κούκλα, ένα μωρό, υπάρχει ακόμη στο μουσείο. Άλλωστε, η φωτογραφία του ΄ίδιου με το μωρό-μαριονέτα είναι το σήμα κατατεθέν, τόσο του θεάτρου όσο και του μουσείου Ομπρατσόφ. 

Κάποτε κλήθηκε στο Κρεμλίνο, για να παίξει μια αγαπημένη του παράσταση. «Στον Στάλιν, άρεσε πολύ το κουκλοθέατρο. Πιθανόν, γιατί  κάθε δικτάτορας, είναι από μια άποψη μαριονετίστας» σχολιάζει ο Μπορίς. Έπειτα από εκείνη τη σημαδιακή παράσταση, που ενθουσίασε τον Στάλιν, άνοιξε ο δρόμος για το κουκλοθέατρο στη Σοβιετική ένωση. Θεσπίστηκε με νόμο η λειτουργία σχετικής σχολής, σε κάθε πόλη της επικράτειας. Ιδρύθηκε πανεπιστημιακή σχολή, η κυβέρνηση μοίραζε αφειδώς χρήματα και ο αριθμός των επαγγελματικών θιάσων, σε λίγα χρόνια, ξεπερνούσε  τους 130, ενώ σε κάθε έναν από αυτούς απασχολούνταν τουλάχιστον εκατό άνθρωποι, ηθοποιοί, ηλεκτρολόγο, μουσικοί, κατασκευαστές κλπ. Ο Ομπρατσόφ συνέχιζε να παίζει μόνος του σε όλη του τη ζωή. Πέθανε ενενήντα δύο χρόνων και άφησε πίσω του το μεγαλύτερο θέατρο μαριονετών του κόσμου». 

Γιατί οι μαριονέτες σας είναι μόνο με στικ και όχι με σκοινιά; 

«Στο ρωσικό πνεύμα δεν ταιριάζουν τα σχοινιά. Δεν αρέσουν στους Ρώσους αυτές οι μαριονέτες. Αντίθετα, τις χειρίζονται πολύ καλά στη Γερμανία και στην Τσεχία». 

Τι παραστάσεις ανεβάζετε;  

«Έχουμε μεγαλύτερη παράδοση στα παιδικά έργα. Κλασικά και διάσημα παραμύθια. Από τη Σταχτοπούτα, μέχρι τον Πινόκιο. Όμως, ανεβάζουμε και κλασικό θέατρο για ενήλικες, κωμωδίες, σάτιρα ή και μεγάλα δραματικά έργα. Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν γράψει για κουκλοθέατρο. Κι ο Μπέρναρντ Σο, κι ο Λόρκα και ο Κάρολος Ντίκενς. Συχνά, διασκευάζουμε βέβαια έργα. Υπήρξε περίπτωση, όπου ο δραματουργός έφτιαξε 31 σενάρια και τελικά παίξαμε το 32ο!».

Χρησιμοποιείται την ίδια μαριονέτα σε διαφορετικές παραστάσεις; 

«Όχι. Φτιάχνουμε κάθε φορά καινούριες, με βάση τη διανομή ρόλων του κάθε έργου». 

Ποιος τις κατασκευάζει; 

«Υπάρχουν ειδικά ινστιτούτα που εκπαιδεύουν τεχνίτες. Η φοίτηση διαρκεί τρία-τέσσερα χρόνια. Άλλος φτιάχνει τον κορμό, άλλος τους μηχανισμούς, άλλος ράβει τις φορεσιές. Είναι μεγάλη τεχνική η σωστή κατασκευή»

Εσείς έχετε φτιάξει ποτέ μαριονέτα; 

«Ναι, αλλά δεν ήταν καλή».  

Γνωρίζετε τη σχετική παράδοση στην Ελλάδα; 

Στην Αρχαία Ελλάδα, ήδη πραγματοποιούνταν παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Στην εποχή του Πλάτωνα, ακόμη και του Σωκράτη, υπήρχε η λεγόμενη «Μαρότα», ο ηθοποιός δηλαδή, που ντύνεται ολόκληρος κούκλα. Όπως επίσης προκύπτει από τις έρευνές μου, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολύ ενδιαφέροντες θρύλους για μηχανισμούς και μαριονέτες. Τι άλλο ήταν ο Δούρειος Ίππος;». 

Τριγύρω ένα ολόκληρο εργοτάξιο για την προετοιμασία της έκθεσης. Δυο -τρία ηλεκτρικά σίδερα, χρησιμεύουν για να αποκατασταθούν τα τσαλακωμένα, από το πακετάρισμα και τη μεταφορά, ρούχα των μαριονετών. Αν νομίζετε πως το σιδέρωμα του πουκαμίσου είναι το δυσκολότερο, είναι επειδή δε δοκιμάσατε να συνεφέρετε ένα πτυχωτό φουστάνι με σιρίτια από μετάξι, πούλιες και κλαρωτό μεσοφόρι, σε μέγεθος παλάμης, που φορά μία από αυτές τις μαριονέτες. Τις φροντίζουν με ευλάβεια και υπομονή, σαν πραγματικά τους παιδιά. «Δεν είναι πια μόνο κούκλες με τη στενή έννοια» διευκρινίζει η Μαριάννα, «είναι ο ίδιος ο ηθοποιός μέσα της, αφού της έχει δώσει ψυχή και της έχει περάσει μηνύματα. Το μήνυμα περνά, συχνά πιο άμεσα με μια κούκλα και βοηθά να συνδεθεί το πραγματικό με το φανταστικό». Μια τέτοια περίπτωση σύνδεσης αποτέλεσε και η έκθεση που ε΄γινε πρόσφατα στο Μόναχο. Ο Μπόρις, μαζί με έναν φίλο του μαριονετίστα από τη Γερμανία, που είχε μάλιστα χάσει το χέρι του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης στο Κίεβο, αποφάσισαν να στήσουν έναν ψεύτικο πόλεμο πλέον μόνο με κούκλες. «Υπήρχαν πολλές μαριονέτες που φτιάχνονταν στη διάρκεια του πολέμου, εικονίζοντας στρατιώτες από όλα τα μέτωπα» θυμάται. 

« Έτσι συγκεντρώσαμε  ρωσικές, ιαπωνικές, ιταλικές, γερμανικές, πολωνικές και στήσαμε αυτήν την έκθεση –αναπαράσταση. Έστειλαν και οι Αμερικανοί τη Μέριλιν Μονρόε!»

Έχετε φοβηθεί ποτέ κάποια μαριονέτα; 

«Όχι. Τουλάχιστον, όχι τις δικές μας. Αλλά μερικές τις φοβάμαι. Κάποιες πολύ παλιές, από το Ιράν, τη Ν. Αμερική και άλλες ινδιάνικες, που βρίσκονται στο Μουσείο. Είναι πολύ σοβαρές μαριονέτες, γιατί έχουν μαγικές ιδιότητες. Το είδα περισσότερο στο σινεμά, αλλά σοβαρολογώ πως είναι για να τις φοβάσαι. Στο σπίτι μου. Ούτως ή άλλως τέτοιες μαριονέτες δεν πηγαίνω. Δεν έχουν καλή ενέργεια».

img